- Εὐρυκλύδων
- Εὐρυκλύδωνmasc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευρυκλύδων — εὐρυκλύδων, ωνος, ὁ (Α) 1. σφοδρός άνεμος, ανεμοζάλη 2. ως κύριο όν. ὁ Εὐρυκλύδων ο Τυφών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + κλύδων] … Dictionary of Greek
κλύδωνας — ο (AM κλύδων, ωνος, Μ και κλύδωνας και κλυδών, ῶνος) 1. κύμα 2. φουρτούνα, μεγάλη θαλασσοταραχή (α. «μή άποσπᾱσθαι ἀπὸ τῶν πετρῶν, ὅταν κλύδων ᾖ καὶ χειμών», Αριστοτ. β. «βοᾷ δὴ πόντιος κλύδων ξυμπίτνων στένει βυθός», Αισχύλ.) 3. πολιτική ή… … Dictionary of Greek